Αν είστε καπνιστής, δεν θα το έχετε παρατηρήσει. Αν δεν έχετε καπνίσει ποτέ (όπως εγώ), αποκλείεται να μην το έχετε προσέξει. Όλοι καπνίζουν παντού. Σε μπαρ, εστιατόρια, γραφεία, τράπεζες, ξενοδοχεία, μουσεία, παιδότοπους, γκαλερί, στο ταξί, στο λεωφορείο. Έξω, μέσα, όλοι μαζί, με πάθος. Και καμία ενοχή.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Ποιος νόμος; Ποια 1η Ιουλίου; Ποιάς χρονιάς; Ποια απαγόρευση; Μετά το «δεν πληρώνω», «θα καπνίζω». Μπράβο παιδιά.
Κι εγώ που δεν θέλω να «καπνίζω» και να την πληρώνω; Ας αφήσουμε τα κλισέ. Γιατί οι ξένοι μπορούν και τηρούν τους νόμους κι εμείς δεν μπορούμε ούτε αυτό να δαμάσουμε; Τις αδυναμίες και τις εμμονές μας; Αλλά, αλήθεια, δεν θα ήταν ένα τεστ του σύγχρονου Ελληνα, που μιζεριάζει, κλαίγεται, κατεβάζει ρολά, υπομένει τη μοίρα του, πετάει το μπαλάκι της κρίσης στον απέναντι ή τον διπλανό του, ρουφάει μια τζούρα και χαλαρώνει, να φρoντίσει, έστω τώρα, την προσωπική του υγεία και των γύρω του και κυρίως να υπακούσει σε ένα διεθνές, αδιαπραγμάτευτο όχι;
Δεν καταλαβαίνω γιατί οι καπνιστές μιλούν για έλλειψη ελευθερίας και όχι για έλλειψη πολιτισμού. Eίχα πάει πρόσφατα έξω για φαγητό. Καθισμένοι σε ένα τεράστιο, μοναστηριακό τραπέζι, διαφορετικές παρέες, μοιραζόμασταν το ψωμί, τις λιαστές ντομάτες, το ελαιόλαδο. Κάποια στιγμή ο σερβιτόρος ήρθε διακριτικά να μας ρωτήσει: «Ο κύριος στην απέναντι γωνία θα ήθελε να καπνίσει. Θα σας ενοχλούσε;». Αμηχανία. Η απάντηση ήταν ότι ο καπνός δεν είναι το καλύτερο συνοδευτικό την ώρα του φαγητού. Όταν πια είχαμε φάει και το γλυκό μας, ο σερβιτόρος επανήλθε. «Ο κύριος ρωτάει αν θα μπορούσε τώρα να καπνίσει». Και κάπνισε.