Πρωταπριλιά. Λίγα λεπτά μετά τις 8 το βράδυ στο θέατρο Ολύμπια, στην αίθουσα Μαρία Κάλλας, στο κέντρο της Αθήνας. Η Πονηρή Αλεπουδίτσα δεν μας έχει κλείσει ακόμη το μάτι, οι ταξιθέτριες μας οδηγούν στις θέσεις μας στην πλατεία, μια κυρία ενοχλημένη που τη σήκωσαν από τις θέσεις μας, λέει: «Ήρθαν οι καθυστερημένες;». Δεν πειράζει. Ο κόσμος κάπου θέλει να ξεσπάσει. Εγώ πάντως ηρέμησα. Με τη μουσική του Λέος Γιάνατσεκ, ενθουσιάστηκα μόλις είδα τη ζωντανή ορχήστρα και τον μικροκαμωμένο μαέστρο, θυμήθηκα τις παλιές, καλές εποχές, που δεν γινόντουσαν εκπτώσεις στον πολιτισμό.
Η αφίσα με την εικονογραφημένη αλεπού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με είχε ήδη προϊδεάσει θετικά. Τα παιδιά στην παρέα μπορεί να μην τρελάθηκαν με την παράσταση, να δυσανασχέτησαν κάπου ανάμεσα στα τρία μέρη, αποζημιώθηκαν όμως με τα φρέσκα σαντουϊτσάκια στο διάλειμμα, είδαν τη φίλη τους στην χορωδία και την χαιρέτησαν στο φινάλε, στο χειροκρότημα, με την ελπίδα ότι θα τις διέκρινε από μακριά, αντιπάθησαν τον κυνηγό, συμπάθησαν τα αλεπουδάκια, σχολίασαν τα μαλλιά και το ντύσιμο της αλεπουδίτσας, με ρώτησαν τι γλώσσα μιλούσαν, δηλαδή, τραγουδούσαν οι πρωταγωνιστές της όπερας.
«Τσεχίστικα;». Ευτυχώς που υπήρχαν οι υπέρτιλοι. Μια υπερπαραγωγή με δική της ατμόσφαιρα, ένα υπέροχο δάσος, ένα φανταστικό κουνούπι, δασοφύλακα, δάσκαλο, κουκουβάγιες, σκύλους, κόκορες, τρυποκάρυδους, ασβούς, σκιουράκια, κάμπιες, μύγες, λιβελούλες… Οι περιπέτειες της εξυπνούλας αλεπούς ή της αλεπούς με τα κοφτερά αυτιά. Στο τέλος ήθελα να κάνουμε μια selfie και οι έξι μας ποζάροντας ως Πονηρές Αλεπουδίτσες αλλά ήταν ήδη αργά, και ο κόσμος κατέβαινε νωχελικά από τις βελούδινες σκάλες μιας άλλης εποχής. Θα την δοκιμάσουμε καλύτερα στο φυσικό μας περιβάλλον. Στο πάρκο. Η παράσταση δεν είχε χάπι-εντ. Είχα ενημερώσει τα παιδιά ήδη από το αυτοκίνητο. «Ο κύκλος της ζωής», έλεγα ξανά και ξανά. Aν ήξερα τσέχικα, θα ήμουνα μάλλον (ακόμη) πιο πειστική.