• HOME+ENTERTAINING
  • VIDEOS
  • LIFE+STYLE
  • INTERVIEWS+MORE
  • ABOUT
  • KEEP IN TOUCH
Menu

Sandy Tsantaki

Street Address
Athens
Phone Number

Sandy Tsantaki

  • HOME+ENTERTAINING
  • VIDEOS
  • LIFE+STYLE
  • INTERVIEWS+MORE
  • ABOUT
  • KEEP IN TOUCH

Ο «δικός μου» Άμλετ στη Στέγη. Χωρίς κυάλια, από το θεωρείο και την κεντρική σκηνή...

February 3, 2015 Sandy Tsantaki

Δεν περίμενα ότι μια τρίωρη παράσταση, με ένα δύσκολο κείμενο και νουάρ περιτύλιγμα, όπως είναι ο Άμλετ του Σαίξπηρ, μέσα από τη ματιά του Γιάννη Χουβαρδά, με μία dream team ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Αμαλία Μουτούση, Άλκηστις Πουλοπούλου, Ορφέας Αυγουστίδης, 12 συνολικά καλλιτέχνες-ορχήστρα σε πολλαπλούς ρόλους), θα ήταν sold-out, ακόμη και μετά την παράταση των παραστάσεων (μέχρι τις 8 Φεβρουαρίου), θα γέμιζε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την πλατεία, τον εξώστη πάνω και πιο πάνω, θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις, σε μια Ελλάδα που αλλάζει, μουδιάζει, μεταλάσσει ερωτήματα όπως «Να ζει κανείς ή να μην ζει;» σε «Nα είναι κανείς ή να μην είναι», ή «Να είσαι ή να μην είσαι»; 

Η προσωπική μου ανάγνωση στον Άμλετ που είδα ένα βράδυ Πέμπτης, ύστερα από έναν άθλο για να φτάσω στη Συγγρού, με αδικαιολόγητη κίνηση, και ραντεβού από διαφορετικά σημεία της Αθήνας, με 7 ακόμη φίλες, (η μία βλέπει Παπακαλιάτη στο σινεμά και η άλλη αποκλειστικά αργεντίνικα φιλμ), είναι μάλλον πιο σκοτεινή από όσο θα’πρεπε. 

Παρακολουθώ τη δουλειά του Γιάννη Χουβαρδά από την εποχή του Αμόρε, τότε που δεν έχανα παράσταση στο εναλασσόμενο ρεπερτόριο του θεάτρου, ξέρω πλέον ότι δύσκολα θα απογοητευτώ, είδα ηθοποιούς που είχαν ξεπεράσει τα όρια τους, κι είχα ξαναδεί τη χημεία του Χρήστου Λούλη και της Άλκηστης Πουλοπούλου στη σκηνή, πέρυσι, στο θέατρο Πορεία, στις «Παραλλαγές Θανάτου» και πάλι σε σκηνοθεσία Χουβαρδά.

Δεν με πείραξε που για λίγα λεπτά αργοπορίας (το γνωστό πρόβλημα πάρκινγκ), βρέθηκα στο πρώτο θεωρείο, να παρακολουθώ τις δύο πρώτες ώρες της παράστασης, ανάμεσα σε αγνώστους, που κάθε τόσο φώτιζαν την οθόνη του κινητού τους για να συνδεθούν με την πραγματικότητα και τον χρόνο. Μετά το διάλειμμα, βρήκα τη θέση μου στην πλατεία και είδα τον Άμλετ από άλλη οπτική. Πιο κοντά, με μικρότερη απόσταση ασφαλείας. Κάπως σα να είδα την ίδια παράσταση δύο φορές. 

Τι θα θυμάμαι; Ότι μόλις τελείωσε η παράσταση, λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα, και βγαίνοντας από το πάρκινγκ-λαβύρινθο της Στέγης, για λίγα λεπτά δεν μπορούσα να μιλήσω. Ένιωθα ότι είχα αδειάσει και ήθελα να επεξεργαστώ κείμενο και εικόνες. Σα να μην ήθελα να κουβεντιάσω με κανέναν την παράσταση, για να μην μου χαλάσει η δική μου επίγευση.

Μια κυρία δίπλα μου στον εξώστη, αποκοιμήθηκε. Και δυο φίλες μου διαμαρτυρήθηκαν για την διάρκεια του έργου, αντέχουν λένε μέχρι δύο ώρες. Καταλαβαίνω ότι η μετάβαση από το τώρα, και όσα συμβαίνουν τριγύρω, σε μια σκοτεινή αίθουσα και τον Άμλετ του Χουβαρδά, αποτελεί από μόνη της άσκηση και πρέπει να είναι κανείς μάλλον σωστά προπονημένος. Προσωπικά μπήκα απευθείας μέσα στο έργο, ένιωσα να τρυπώνω κάπου μέσα στο ξύλινο σπίτι που περιστρεφόταν και άλλαζε κάθε τόσο σχήμα, θαύμασα την υποκριτική του Χρήστου Λούλη, την απόδοση του κειμένου στο σήμερα, δεν βρήκα καμία παραφωνία ή κοιλιά στη διάρκεια του έργου, έκανα από μέσα μου τη σύγκριση ανάμεσα στην Οφηλία (Άλκηστις Πουλοπούλου) και την Γερτρούδη (Αμαλία Μουτούση), εικαστικά και αισθητικά, δεν θα άλλαζα τίποτα. Ούτε λάμπα. 

Έφυγα με σκοτεινές σκέψεις, βαριά διάθεση, σχεδόν παγωμένη, κράτησα τη μουσική, την φράση «Πρέπει να ζήσουμε ό,τι κι αν συμβαίνει», το τραγούδι της Οφηλίας, λίγο πριν από τον θάνατο της, την σκηνή με την μάνα και τον γιο στον καναπέ, την ξιφομαχία και τον διαξιφισμό στα δύο χέρια, την ανατροπή, τη διαφθορά σε κοινή θέα, τον τηλεφωνικό θάλαμο, το ρετρό μαύρο τηλέφωνο με τη νεκροκεφαλή και το ανατριχιαστικό ντριν, το τσαντάκι-κύκνο της Οφηλίας (σαν σύμβολο αθωότητας), το τσιγάρο-συνώνυμο εξουσίας. τη φιγούρα με το μαύρο βέλο στην αρχή της παράστασης, τον Ρόζενγκραντζ και τον Γκίλντερστερν να χορεύουν swing, την παράσταση μέσα στην παράσταση, το θέατρο μέσα στο θέατρο με την Γερτρούδη και τον άνδρα ηθοποιό-κλώνο της, την κινηματογραφική ματιά, με κάτι από Lars von Trier… Όταν άναψαν τα φώτα, μια κυρία μπροστά, ρώτησε τον σύζυγο της: «Κοιμήθηκες;». Όχι. Ξύπνησα. 

← Εξωτικά γλυκά, συνταγές της μόδας, υψηλή ζαχαροπλαστική; Όχι στον Βάρσο Η Ελένη Ψυχούλη μαγειρεύει του καλού καιρού κι εγώ στρώνω το καρό τραπεζομάντηλο →
 
 

Powered by Squarespace