Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως βρεθήκαμε κάποια στιγμή μέσα στο σπίτι να συνυπάρχουμε ξαφνικά με εφτά ψάρια, που στην αρχή ήταν τρία, μετά έγιναν ένα, μετά ξανά τρία και ξαφνικά εφτά, και ένα χάμστερ, και πολύ κοντά μας δύο σκυλιά, όχι εντελώς «δικά» μας, της γιαγιάς και του παππού και της θείας και νονάς, τον Σλόμπονταν (Μπόμπονταμ) και την Λουίζα (Ουίσα). Πριν από την εποχή του κυρίου Μποφόρ.
Τι τραβούσαν κι αυτά τα καυμένα... Τα ψαράκια περιμένουν καθημερινά λίγη τροφή, και στην αρχή, που τα δύο κορίτσια τσακωνόντουσαν για το ποια θα ταϊσει πρώτη την Άριελ, τον Μαύρο Πιτ, τον Πίτερ Παν, την Ούρσουλα, η μισή τροφή έπεφτε μέσα στο ενυδρείο. Υπήρχαν ημέρες και μήνες ίσως, που κανείς δεν ασχολιόταν με τα ψάρια, παρά μόνον εγώ. Εκτός κι αν ερχόταν κανένας φίλος των παιδιών στο σπίτι... «Μαμά, ταϊσαμε τα ψάρια;»
Όλα ξεκίνησαν όταν βρεθήκαμε ένα Σάββατο πρωί στο pet shop της γειτονιάς και αφού μας άφησαν να χαϊδέψουμε και να βγάλουμε όλα τα σκυλάκια από τα γυάλινα σπίτια τους (τι θλίψη Θεέ μου), τα κορίτσια με παρακάλεσαν να επιστρέψουμε μια μέρα για να πάρουμε στο σπίτι ένα μικρούλι ζωάκι που θα μπορούσαν να το παίρνουν στην αγκαλιά τους, με την προϋπόθεση ότι θα είχε μαλακό τρίχωμα.
Σκυλάκι και γατάκι ήξεραν ότι δεν μπορούσαμε να αποκτήσουμε για την ώρα. Και το είχαν αποδεχτεί. Είχαν απορρίψει τα θαλάσσια χελωνάκια, δεν ήθελαν παπαγάλο ή καναρίνια γιατί δεν τρελαίνονται με την ιδέα του κλουβιού, καταλήξαμε χωρίς πολλά-πολλά με ένα μικροσκοπικό, γκρίζο χάμστερ, χωρίς μακριά ουρά, έναν ποντικομικρούλη, που ήρθε όπως μας είπαν από την ....Ρωσία.
Μικρούλης και τριχωτός. Χαδιάρης. Βρέθηκε να έχει δυο κλουβιά-σπίτια, με πόρτα-καρδούλα το ένα, ρόδα για την γυμναστική του, λευκό σπίτι με ροζ σκεπή, η μεγάλη μου κόρη είχε αναλάβει να του ανανεώνει το νερό καθημερινά, να του βάζει τροφή, να τον βγάζει βόλτα μέσα στο σπίτι. Τον πήγε στο σχολείο της δύο φορές. Τον ονόμασε Ρατατούη και Κοντορεβυθούλη. Το βράδυ που κοιμόμασταν τον ακούγαμε να κάνει γύρω-γύρω όλοι και κοιλιακούς. Τον συνηθίσαμε. Τον αγαπήσαμε.
Μέχρι τη μέρα που τον αποχαιρετήσαμε. Σε εννέα μήνες. Βιαστικά. Κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος. Ούτε καν εγώ. Τόσο σύντομα; Εντάξει είχε ζέστη. Αλλά το σπίτι είναι δροσερό. Τα παιδιά σοκαρίστηκαν. Εκείνα τον είδαν πρώτα. Δεν θα πω για τις λεπτομέρειες γιατί οι μαμάδες οφείλουμε να είμαστε δυνατές. Αλλά στα ερωτήματα της μεγάλης μου κόρης έπρεπε να έχω ερωτήσεις... «Μαμά γιατί μαζεύτηκαν μυρμήγκια; Γιατί είχε ανοιχτά τα μάτια; Πότε θα γυρίσει; Γιατί πέθανε; Πώς θα πάει στον ουρανό; Που είναι τώρα;»
Τα ψαράκια στην αρχή διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα ζωντανά τα ...χαμένα. Με τον Ρατατούη δεν έγινε το ίδιο. «Έφυγε» μαζί με τα δυο σπιτάκια, τα ροκανίδια, τα αξεσουάρ του. Δεν θα αντικατασταθεί. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί. Έφυγε τόσο γρήγορα που δεν είχα καν προετοιμαστεί για να μιλήσω σε δύο παιδιά 3 και 6 χρονών για τον θάνατο. Η δικαιολογία ότι ο Ρατατούης είχε έρθει από την Ρωσία που έχει χιόνια και εδώ σκάμε από την ζέστη, δεν έπεισε μάλλον καμιά τους… Χρόνια μετά διαβάσαμε ένα βιβλίο που ήταν σα να γράφτηκε για τον Ρατατούη: «Αντίο ποντικούλη». Kι εκεί δεν χρειαζόταν καμία επεξήγηση.