Είχαμε δει την Lady Gaga να μεταμορφώνεται σε Donatella, με τρελό ντεκαπάζ, μάλλον πιο σωστά, ξανθά extensions και περούκα, ψεύτικες βλεφαρίδες-κάγκελο και χείλια, υπερτονισμένα. Η Madonna όμως προτιμά το ασπρόμαυρο. Την επίδειξη ισχύος. Φωτογραφίζεται σαν το alter ego του Ziggy Stardust και μας προτρέπει να την μιμηθούμε. Πώς; Με αστραπές με στρας, γυμναστική 24/7, σωστή πόζα, αχτένιστο μαλλί, χείλη και μάτια, σίγουρα όχι μιας 50χρονης γυναίκας αλλά μιας ανήσυχης σούπερσταρ. Ποιός προσέχει τα ρούχα και τα αξεσουάρ Versace; Όχι εγώ. Αν και το τοπ, θα το φορούσα τέλεια με τζιν. Και Borderline στο soundtrack.
Αναμνήσεις (και ηχητικά ντοκουμέντα) από την ελληνική εβδομάδα μόδας στο Ζάππειο...
Ποιο μικρό, μαύρο φόρεμα; Το νέο φόρεμα φοριέται (κυρίως) με ανδρικό σακάκι… Ή ζακέτα
Μπορεί να μετράμε μέρες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων και να έχουμε ήδη κάνει πρόβα με το σούπερ, γυαλιστερό, βραδινό φόρεμα με παγέτες, στρας, χάντρες, κρόσσια, αλλά είναι η πρώτη ίσως φορά που καλούμαστε να συνειδητοποιήσουμε ότι οι σχεδιαστές κόβουν επιτέλους και ράβουν πατρόν για αληθινές γυναίκες που δεν ξυπνούν και κοιμούνται φτιάχνοντας γκαρνταρόμπα για τα μπουζούκια.
Αν δεν το έχετε ήδη κάνει, υποδεχτείτε το φόρεμα ημέρας. Καμία σχέση με το μικρό μαύρο φόρεμα, την στολή του ρεβεγιόν, τα μίνι ή τα μάξι φουστάνια υπερπαραγωγές. Αλλά ούτε και απλές, βαρετές λύσεις που αποτελούν λύση ανάγκης για τις γυναίκες που θέλουν να επιβληθούν στους άνδρες στο εργασιακό τους περιβάλλον, με «αθόρυβα» σύνολα.
Γιατί ωραία, τα αέρινα, διάφανα φορεματάκια αλλά αν δεν είσαι 20χρονη, δυσκολεύεσαι να βρεις κάτι που να μπορεί να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, αποκαλύπτοντας στοιχεία της προσωπικότητας, με στιλ και συνέπεια. Ευτυχώς λοιπόν που οι δημιουργοί κατανάλωσης προτύπων θυμήθηκαν ότι έφτασε η στιγμή να φτιάξουν ώριμα ρούχα για ώριμες γυναίκες με ώριμες ανάγκες.
Ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Πώς είναι το ιδανικό φόρεμα για όλες τις ώρες της ημέρας και για όλα (σχεδόν) τα σωματότυπα; Θα πρέπει να έχει μανίκια, να μην είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, ούτε όμως και κλειστό, να μην ξεπερνά το ύψος του γόνατου, από ύφασμα σταθερό, μαζί και ιδιαίτερο.
Αν και πάλι δυσκολεύεστε να το βρείτε, υπάρχει πάντα και η συμβουλή-προτροπή της Μισέλ Ομπάμα. Φορέστε το αγαπημένο σας φόρεμα και ταιριάξτε το με μια ξεχωριστή ζακέτα, όχι πασμίνα ή σακάκι, για να αποκτήσει τα μανίκια που θέλετε για να νιώθετε πιο άνετα, λιγότερο γυμνή ή εκτεθιμένη.
Υπάρχει όμως και η λύση του δανεικού ανδρικού σακακιού που επίσης είδαμε σαν λύση ανάγκης στην πασαρέλα γιατί σίγουρα το συγκεκριμένο look δεν ταιριάζει σε όλες τις γυναίκες. Εκτός κι αν φυσήξει ξαφνικά αεράκι, και ο «καλός» σας θυμηθεί τις παλιές, καλές εποχές, ξαναγίνει ευγενής σαν τότε και σας προτείνει να σας δανείσει το σακάκι του για να σας ζεστάνει. Ακόμη κι αν έχετε και 10 και 20 μαύρα φορέματα στη ντουλάπα σας, ποτέ δεν είναι αργά να τα εκσυγχρονίσετε με τα κατάλληλα αξεσουάρ και αυτή τη φορά να τα σετάρετε για το φως της ημέρας. Με κροκό ζώνες και μοναδικές vintage τσάντες.
Εσείς δεν έχετε παρά να αποφασίσετε αν θέλετε κάτι σε ζέρσεϊ ή μετάξι. Εμπριμέ ή μονόχρωμο. Η σύγχρονη γυναίκα κινείται, εργάζεται, μεγαλώνει παιδιά, ταξιδεύει, Αν ορισμένες φορές ξοδεύει αρκετά χρήματα για ένα μόνο φόρεμα, είναι γιατί ξέρει πως μερικές φορές πρέπει να επενδύει κανείς στη μόδα. Αν ένα φόρεμα ημέρας με την υπογραφή Έλληνα ή ξένου σχεδιαστή μεταφράζεται σε τετραψήφιο αριθμό, είναι γιατί αποκλείεται να το φορέσετε μόνο μία φορά. Ή μόνο τη μέρα. Αν πάλι προτιμήσετε να αγοράσετε το τέλειο καθημερινό φόρεμα από μπουτίκ αλυσίδες, τύπου Zara ή H&M, φροντίστε τουλάχιστον να αγοράσετε δυο-τρία ίδια γιατί αποκλείεται να το ξαναβρείτε. Και μην ξεχάσετε την ζακετούλα της Μισέλ…
Eλληνική μόδα, τότε και τώρα. Ζητείται καλή νεράιδα...
Η ελληνική μόδα έχει ζήσει μεγάλες στιγμές. Σε ξενοδοχεία πρώτα, από τη Μεγάλη Βρεταννία, στο Χίλτον, αυστηρά με προσκλήσεις, τοπ μοντέλα-κράχτες, ακροβατώντας από το πρετ α πορτέ στην υψηλή ραπτική. Στις δεκαετίες του '80 και του '90. Στη συνέχεια, αποθεώθηκε στο Ζάππειο, δύο φορές τον χρόνο, για να αποκτήσει παραρτήματα στην Τεχνόπολη στο Γκάζι και στο Μέγαρο Εθνικής Ασφαλιστικής, και σήμερα εκτονώνεται σε σελίδες εγχώριων περιοδικών.
Οι Έλληνες σχεδιαστές, φιλόδοξοι, ταλαντούχοι ορισμένοι, φλύαροι και μαξιμαλιστές άλλοι, δεν είχαν μάλλον προετοιμαστεί καλά για τη σημερινή ημέρα. Με μόνιμο πελατολόγιο νύφες, τραγουδίστριες, ηθοποιούς, παρουσιάστριες, η ελληνική μόδα τότε και τώρα, χαρακτηρίζεται η ελληνική μόδα της παρακμής, χωρίς χορηγούς και καλές νεράιδες, δίχως λαμπερές εβδομάδες μόδας και φλας, γάμους-υπερπαραγωγές ή μπουζούκια να συντηρούν την επιβίωση των ατελιέ.
Είναι η εποχή που η ελληνική μόδα χτίζεται και αποδομείται πάνω σε «λαμπερές» συνεργασίες, αυτές που αγαπούν οι τηλεοπτικές εκπομπές και τα λαϊφστάιλ περιοδικά. Και μπορεί στη δεκαετία του '50 ο Jean Desses να δημιουργούσε ντραπέ μουσελίνες στο Παρίσι και από τη δεκαετία του 1960 και μετά να χαμογελούσαμε με τον Γιάννη Τσεκλένη να ταξιδεύει την ελληνική μόδα παντού, όμως σήμερα υπερηφανευόμαστε εκτός συνόρων μόνο για τη Σοφία Κοκοσαλάκη, τη Μαίρη Κατράντζου, τον Marios Schwab.
Η Δάφνη Βαλέντε, ντιζάινερ που έχει ζήσει την ελληνική μόδα σε καλές και δύσκολες στιγμές, ως σχεδιάστρια μόδας, κρατάει αποστάσεις ασφαλείας. Τη ρωτάω ποια υπήρξε η χρυσή εποχή της ελληνικής μόδας. «Αν ρωτήσει κάποιος τους παλαιότερους σχεδιαστές θα σας πουν ότι ήταν οι δεκαετίες του '50, του '60, του '70 ή του '80. Εγώ πιστεύω ότι ήταν η δεκαετία του 2000, από τη δημιουργία του Πανελλήνιου Συλλόγου Σχεδιαστών Μόδας, και ειδικότερα με το ξεκίνημα της Ελληνικής Εβδομάδας Μόδας», λέει η Δάφνη Βαλέντε.
«Το πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι 40 Ελληνες επαγγελματίες ενός χώρου όπου διεθνώς κυριαρχείται από ανταγωνισμό και πισώπλατα μαχαιρώματα, κατάφεραν να συννενοηθουν και να συνυπάρξουν, έστω για λίγο, ενωμένοι με κοινούς στόχους. Βρεθήκαμε σε μια ευτυχή συγκυρία, με την άνθηση του θεσμού της χορηγίας, τη στήριξη κάποιων υπουργείων και εκδοτικών οργανισμών, κι έτσι μας δόθηκε η δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί η Εβδομάδα Μόδας».
Ο Δημήτρης Ντάσσιος, ως σχεδιαστής που αναδείχτηκε μέσα από την Εβδομάδα Μόδας του Ζαππείου, για να ακολουθήσει τη δική του διαδρομή, κυρίως πλέον εκτός συνόρων, παραμένει και επιμένει. «Εμείς ανοίξαμε τον χώρο στην οδό Ξάνθου στο Κολωνάκι, μέσα στην κρίση. Είχε αρχίσει ο σκοταδισμός», λέει ο Δημήτρης Ντάσσιος. «Έχοντας ιδιαίτερο προϊόν, διανύουμε μια αξιοπρεπή πορεία, που δεν μας έχει προβληματίσει. Σίγουρα δεν μιλάμε για κατάσταση που θα σε εξασφάλιζε οικονομικά. Το περιβάλλον είναι ζοφερό, και το άγχος αυξημένο».
Η Δάφνη Βαλέντε μπορεί να κάνει τη διάγνωση, να πει τι έχει αλλάξει από τότε. «Δυστυχώς, μόλις ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα και οι χορηγοί χάθηκαν, η χρηματοδότηση της Εβδομάδας Μόδας δεν ήταν πλέον δυνατή και σιγά σιγά συρρικνώθηκε και σταμάτησε, ενώ ο σύλλογος, βλέποντας τον κοινό του στόχο να χάνεται, έκλεισε. Τα μέλη του συλλόγου είχαν πλέον να παλέψουν με τη μείωση των εσόδων τους, τη δυσκολία να χρηματοδοτήσουν τη δημιουργία και παρουσίαση μιας συλλογής, άρα ελάχιστοι πλέον σχεδιαστές κάνουν ολοκληρωμένες συλλογές».
Άραγε υπήρχε ποτέ εγχώριο πρετ α πορτέ, τη ρωτάω. «Η αδυναμία συνεργασίας των κατασκευαστών ενδύματος με τους σχεδιαστές, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες, είχε αποτέλεσμα στην Ελλάδα οι σχεδιαστές να επικεντρωθούν στο ατελιέ τους και να ράβουν κυρίως sur mesure».
Ο Δημήτρης Ντάσσιος δεν κάνει χονδρική στην Ελλάδα, όπως λέει, από άποψη, «κυρίως εξαιτίας του attitude των Ελλήνων αγοραστών για την ελληνική μόδα. Επειδή έχω γίνει και έμπορος, δεν μπορώ να δουλέψω με ελληνικούς όρους, δηλαδή εξάμηνες επιταγές. Ούτε θέλω να μπω σε κανάλια που θα μου προκαλέσουν ανασφάλεια».
Γι' αυτό παίζει κυρίως έξω. «Έξω πάμε καλά. Στο Μιλάνο και στο Παρίσι, στις καλές εκθέσεις που δείχνουμε, πάμε καλά. Το να πάει ένας Ελληνας έξω, δεν ήταν εύκολο. Δεν μου έχει γυρίσει όμως πίσω ποτέ ούτε ένα κομμάτι. Και αυτό κάτι σημαίνει. Σκληρή δουλειά. Εγώ ένιωθα ότι δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Ο μόνος δρόμος ήταν προς τα εμπρός».
Και η ελληνική μόδα γενικότερα; «H ελληνική μόδα βασίστηκε στα ατελιέ και όχι στο πρετ α πορτέ. Η Ελληνίδα προτιμά στην κρίση να πάρει φορεματάκι από το Zara και όχι να ραφτεί. Η ελληνική μόδα δεν βγήκε ποτέ στα μαγαζιά», λέει ο Δημήτρης Ντάσσιος.
Αν οι βασικές πελάτισσες ήταν τότε οι νύφες, οι τραγουδίστριες, οι κοσμικές, ποιες είναι σήμερα; Η Δάφνη Βαλέντε απαντά: «Οι νύφες παραμένουν, με κατά πολύ περιορισμένο budget, οι τραγουδίστριες με τη μείωση των αποδοχών τους μείωσαν και τις ανάγκες τους σε ρούχα, όσο για τις κοσμικές, οι περισσότερες ντύνονταν με ρούχα ξένων σχεδιαστών και τώρα που τα πάρτι γίνονται όλο και πιο σπάνια, έχουν λιγότερες ανάγκες από ρούχα. Αν μπορώ να δω κάτι θετικό στην οικονομική κρίση, αυτό είναι ότι, επιτέλους, κόπηκε με το μαχαίρι η κακόγουστη τάση για επιδειξιομανία και νεοπλουτισμό».
Όταν η ελληνική μόδα άνθιζε και κοκκίνιζε, καμία φορά, από ντροπή...
Τι 30, τι 40, τι 50. Τι μπορούμε να φοράμε για να δείχνουμε πιο νέες;
Η Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ όχι πια. Η Mαντόνα ξέρει ακριβώς το μυστικό, όπως και η Ούμα Θέρμαν. Η Χάλι Μπέρι δεν τα καταφέρνει πάντα, τι να πουν όμως και γυναίκες σαν την Σούζαν Σάραντον, αλλά και μικρότερες όπως η Νάταλι Πόρτμαν, που έχουν καταφέρει να μοιάζουν 10 χρόνια μεγαλύτερες από ότι είναι...
Μπορεί όλοι, γυναίκες και άνδρες, να νομίζουμε ότι με την πιο εξελιγμένη ένεση στο πρόσωπο ή και σε άλλα σημεία του σώματος, θα κερδίσουμε νειάτα και ομορφιά, όμως λίγοι έχουν συνειδητοποιήσει τη δύναμη της μόδας όταν θέλουμε να ξεγελάσουμε τον χρόνο. Και ναι, είναι γεγονός, ότι με το κατάλληλο ντύσιμο, την «σωστή» στολή, μπορούμε να δείχνουμε τουλάχιστον 10 χρόνια νεότερες από ότι είμαστε σήμερα, όπως επίσης και το αντίθετο, να κάνουμε καθημερινά το λάθος και να φοράμε πράγματα που μας γερνάνε, μας βαραίνουν, μας αδικούν...
Και δεν εννούμε φυσικά να βγούμε στους δρόμους τριαντάρες, σαραντάρες, πενηντάρες, εξηντάρες, με μίνι φούστες, δερμάτινα μπουφάν, αποκαλυπτικά τοπ, (και οι άνδρες με στενά παντελόνια, μπλέιζερ και κολλητά πόλο) αλλά να γνωρίσουμε καλύτερα το σώμα μας, να επενδύσουμε στα δυνατά μας σημεία και να αλλάξουμε στιλ, ανάλογα με την ηλικία και τη διάθεση μας.
Πώς; Καταρχήν θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το νέο μας στιλ μπορεί να έχει πιο ευεργετικά αποτελέσματα και από το πιο πετυχημένο λίφτινγκ. Και να μας κοστίσει και φθηνότερα. Χωρίς πόνο, χωρίς ταμπού, πιο απλά, πιο διασκεδαστικά, στιγμιαία αναζωογόνηση. Ειδικά τον χειμώνα, υπάρχουν συγκεκριμένες τάσεις που αν τις αποκρυπτογραφήσουμε και εφαρμόσουμε σωστά, μπορεί να μεταμορφωθούμε στη στιγμή.
Λίφτινγκ της μόδας λοιπόν. Η Μαντόνα μπορεί να θέλει να ντύνεται σαν την κόρη της, Λούρδη, όμως στα 50 της χρόνια, έχει κάνει τόσες επεμβάσεις και τόση γυμναστική, που μάλλον δικαιούται να κυκλοφορεί με καυτά σορτσάκια και ολόσωμα φορμάκια μπαλέτου. Ακόμη. Τι κάνουν όμως οι συνομήλικες της Μαντόνα; Στα 50 σου μπορείς να σταματήσεις να ψάχνεις να βρεις το σούπερ χιτ της σεζόν, το τζιν με την καλύτερη εφαρμογή, ρούχα που δεν σε κολάκευαν ποτέ έτσι κι αλλιώς, τα διάλεγες επειδή τα έπαιρναν και όλες οι άλλες. Οι κολλητές.
Τώρα όμως μπορείς να ντύσεις την προσωπικότητα σου. Χωρίς να επιτρέπεις σε κανέναν σχεδιαστή να σε «εκμεταλλεύεται» με λογότυπα και υπερβολές, σαν διαφημιστικό πανό. Φτάνουν κορίτσια οι μάρκες. Δεν βαρεθήκατε; Ακόμη; Το δανεικό στάτους; Οφείλουμε να μάθουμε να αγοράζουμε πλέον κομμάτια κλασικά και διαχρονικά, όχι βαρετά, από τέλεια υλικά, κι ας τα πληρώνουμε λιγάκι παραπάνω.
Ανακαλύψτε λοιπόν από το καινούργιο εμπόρευμα, τα απόλυτα δομημένα γιλέκα, όπως επίσης και τα μεσάτα σακάκια με την ζώνη, οτιδήποτε μπεζ (στο χρώμα του δέρματος δηλαδή), τη σπορ διάθεση (όχι φόρμες, φορέματα αποδομημένα). Το δυναμικό σακάκι ταιριάζει σε όλες μας. Όχι αυτό που κρέμεται στη ντουλάπα από τη δεκαετία του 80. Η νέα γενιά. Που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για γυναίκες από 30-70 χρονών. Ένα λευκό πουκάμισο από μέσα πάντα το φωτίζει. Γραβάτες και φουλάρια, ούτε να τα σκέφτεστε. Εκτός κι αν θέλετε να αποκαλύψετε την πραγματική σας ηλικία. Αυτή που αναγράφεται στην ταυτότητα. Επιτρέψτε μόνο στα αυθεντικά σας αξεσουάρ να γερνούν και να παλιώνουν σαν το καλό κρασί, φωνάζοντας την ηλικία τους. Είναι της ...μαμάς.
Eσείς πόσα πράγματα μπορείτε να χωρέσετε μέσα σε μία τσάντα-φάκελλο;
Είναι το πιο θηλυκό αξεσουάρ της μόδας, πέρα από τάσεις, υστερίες, υπερβολές. Παραδίδεται από γενιά σε γενιά, μοιάζει με κόσμημα, δεν χωράει σχεδόν τίποτα, κραγιόν, κλειδιά, το κινητό ούτε για αστείο. Μας βολεύει όμως μια χαρά. Κρατιέται στην χούφτα (όπως υποδηλώνει και η επίσημη αγγλική του ονομασία) ή κρύβεται κάτω από τη μασχάλη. Η τσάντα-φάκελος, το βραδινό τσαντάκι, μία clutch bag με υπογραφή, θεωρείται μετά τη δεκαετία του 80, το απόλυτο χιτ στον κόσμο των αξεσουάρ.
Αποκλείεται να μην έχετε στη συλλογή σας τουλάχιστον ένα κουτί που να κλείνει ερμητικά, από ματ σατέν ή βελούδο, κεντημένο ή υφασμάτινο, μονόχρωμο ή εμπριμέ. Μας αρέσουν ιδιαίτερα τα vintage αξεσουάρ, εκείνα που μοιάζουν με κοσμήματα, κάτι χρυσά όστρακα, κάτι άλλα ολοκέντητα, αυθεντικά από τη δεκαετία του 20, άλλα που κραυγάζουν ποιος σχεδιαστής τα οραματίστηκε... Όσο πιο κιτς και παλιομοδίτικο, τόσο το καλύτερο.
Άλλο αν στις δεκαετίες του 30 και του 40 όλα είχαν να κάνουν με το ντιζάιν, και όχι με τον οίκο που τα παρήγαγε. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν. Αλλοι επενδύουν σε περιδέραια και έργα τέχνης, άλλοι πάλι σε αξεσουάρ. Είναι απίστευτο τι μπορεί να βρει κανείς σήμερα σε οίκους δημοπρασίας που στόχο έχουν να αναδεικνύουν το χθες και να το τοποθετούν ακριβώς εκεί που πρέπει. Γι'αυτό κοιτάξτε καλύτερα και σταματήστε να σνομπάρετε όσα κληρονομήσατε από γιαγιάδες και προγιαγιάδες, όλα εκείνα τα αξεσουάρ που νομίζατε ότι μόνο η μαμά μπορούσε να υποστηρίξει και να κρατήσει μετά τις 9 το βράδυ.
Οι γνώστες λένε τώρα: «πουλήστε τις Birkin σας, αγοράστε clutches». Κάτι θα ξέρουν παραπάνω. Με την οικονομία της κρίσης και της μόδας, όλα παίζουν. Όμως το αυτόνομο, μικροσκοπικό τσαντάκι, χωρίς χερούλια και αλυσίδες, μοιάζει να παίρνει τη μεγάλη του εκδίκηση από τα υπερμεγέθη αξεσουάρ και να έρχεται για να μείνει. Εμπνευσμένα από την αρ ντεκό περίοδο, φορτωμένα από τα eighties, αφαιρετικά από τα forties, το καλύτερο όλων είναι ότι μπορείς ακόμη και σήμερα να τα εντοπίσεις σε καλές τιμές, γιατί όποια κι αν είναι η ετικέτα, κανείς δεν μπορεί να «χτυπήσει» το προϊόν σε τόσο υψηλή τιμή, εκτός κι αν είναι κεντημένο με αληθινά διαμάντια.
Τι θα ήταν καλό να αναζητήσετε, όποια ημερομηνία κι αν φτιάχτηκε; Ηermes, Pucci, Bulgari, Asprey, Cartier, Chanel... Αλλά και αγνώστων καλλιτεχνών. Για ορισμένα κομμάτια που φτιάχτηκαν από δημοφιλείς οίκους στο παρελθόν υπάρχουν ακόμη και λίστες αναμονής. Πρόκειται για έναν μικρό θησαυρό που θα πάει από χέρι σε χέρι και δεν πρόκειται ποτέ να χάσει την αξία του. Άρα γιατί να μην περιμένεις για να το αποκτήσεις;
Στο Ίντερνετ μπορεί να ανακαλύψει κανείς μικρούς ή μεγαλύτερους φακέλους, πλακέ ή φουσκωτούς, που φτιάχτηκαν στη δεκαετία του 40 και η τιμή τους δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ. Καλό είναι να ξέρετε ότι ειδικά οι κλασικές αποχρώσεις είναι αυτές που φεύγουν πρώτες. Το κούμπωμα είναι το πιο σημαντικό όλων. Να κλείνει σωστά και να παράγει τον ήχο της πολυτέλειας. Τα έντονα χρώματα πωλούνται σαν ευκαιρίες. Και δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο, σαν πινελιά, για να φωτίσετε το πιο βαρετό, μικρό μαύρο φόρεμα που έχετε βαρεθεί να προσπερνάτε στη ντουλάπα.
H ιστορία των εσωρούχων ή πως φτάσαμε στα sweet nothings
«Τι είναι σέξι;» ρωτάει η Gisele Bundchen στη διαφημιστική καμπάνια της Victoria's Secret. Σέξι είναι η Χάιντι Κλουμ όταν περπατά στην πασαρέλα με φτερά αγγέλου, σέξι είναι η Νικόλ Κίντμαν με τα μαύρα εσώρουχα της ως Σατίν στο Μουλέν Ρουζ, σέξι υπήρξαν η Μέριλιν Μονρόε και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, σέξι είναι η Κιμ Μπέιτσιντζερ στις 9½ βδομάδες, η Μαντόνα, η Σάρον Στόουν, η Ράκελ Γουέλτς, η Τζένιφερ Μπιλς στο Flashdance, σε μια σκηνή που έγραψε ιστορία, βγάζοντας με χάρη και αισθησιασμό ένα μαύρο σουτιέν μέσα από ένα γκρίζο κολεγιακό.
Τα εσώρουχα έχουν γίνει τραγούδι, αιτία διαζυγίου, έχουν προκαλέσει ακόμη και ατυχήματα σε εθνικές οδούς. Συνήθως συνωστίζονται στο πρώτο συρτάρι και για ιδιαίτερες στιγμές, φυλάσσονται σε αρωματισμένα κουτιά με ροζ περιτύλιγμα. Η Γκρέτα Γκάρμπο είχε πει: «Δεν μπορώ να φορέσω τίποτα άλλο παρά σατέν. Οποιοδήποτε άλλο εσώρουχο με κάνει να παραπατάω».
Λευκά αλλά και μπεζ, μαύρα, κόκκινα, μωβ, λεοπάρ, γούνινα, δερμάτινα, μπουστιέ με φιογκάκια ή δαντέλα, πουά ή ριγέ, ρομαντικά εσώρουχα που γράφουν την κάθε ημέρα της εβδομάδας, σε στυλ μιλιτέρ, με άνιμαλ-πριντ, διακοσμημένα με swarovski. Όπως οι τάσεις της μόδας αλλάζουν κάθε έξι μήνες, το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφανες επιταγές. Κάθε γυναίκα τρέφει μια ερωτική σχεδόν σχέση με τα εσώρουχα της. Λατρεύει την θεατρικότητα τους, τα αντιμετωπίζει σαν το κοστούμι του ρόλου που καλείται να ερμηνεύσει. Όπως λέει και ο Valentino, «μια γυναίκα που αγαπά τα εσώρουχα, ξέρει και πώς να τα αναδείξει». Είναι το μυστικό της όπλο, η μόδα της καρδιάς, ένα κρυφό κόσμημα, μια υπόθεση εξαιρετικά προσωπική. Για τους άντρες είναι το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, το κάδρο του γυμνού γυναικείου σώματος.
Και ο Θεός έπλασε τα …εσώρουχα. Όλα ξεκίνησαν από μία μπανέλα. Ένας άντρας μπορούσε να ονειρευτεί μόνο να δει την καλτσοδέτα μιας γυναίκας. Πώς φτάσαμε από τα βαριά, ολόσωμα εσώρουχα που παραμόρφωναν το σώμα στα ανύπαρκτα στρινγκ; Οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας αποφάσισαν στις αρχές του 20ου αιώνα να αποχωριστούν μια για πάντα τα κλειστοφοβικά ασπρόρουχα, τους κορσέδες, τα κορδόνια, τους ενισχυμένους στηθόδεσμους, που τους έκοβαν την ανάσα, ψαλιδίζοντας τα. Στη δεκαετία του 20 εμφανίστηκαν τα πρώτα σορτσάκια, μάλλον όχι και τόσο διεγερτικά, σίγουρα προκλητικά για την εποχή τους. Το φεμινιστικό κίνημα ανέλαβε πρωτοβουλία.
Στη δεκαετία του 50, επικράτησαν τα απαλά, πρακτικά και ανάλαφρα εσώρουχα, πάντα αισθησιακά, με χρυσά κεντήματα και σλόγκαν όπως «Υψηλές θερμοκρασίες», «Κοκούνινγκ» ή «Ενίσχυση και υποστήριξη». Είναι η στιγμή που η διαφήμιση εσωρούχων παίρνει διαστάσεις επιδημίας. Δεν θα αργήσουν να φανούν τα πρώτα αποκαλυπτικά baby-dolls για να προκαλέσουν την φαντασία του ανδρικού πληθυσμού. Πώς να ξεχάσουμε την Αβα Γκάρντνερ με το μαύρο της νεγκλιζέ ή την Μέριλιν στην κλασική πλέον ταινία Μερικοί το προτιμούν καυτά;
Μερικοί τα προτιμούν σίγουρα …αποκαλυπτικά. Στα sixties τα αιθέρια νεγκλιζέ δεν απουσίασαν από καμία κρεβατοκάμαρα. Θυμηθείτε την Σάρον Τέιτ και την Μπριζίτ Μπαρντό αλλά και την Σοφία Λόρεν στην ταινία Yesterday, today and tomorrow, παραδίδοντας μαθήματα αποπλάνησης στις γυναίκες του πλανήτη, οι οποίες, έσπευσαν να αποκτήσουν σέξι καλτσοδέτες και ζαρτιέρες σε όλες τις αποχρώσεις. Ζαρτιέρες θα φορέσει αργότερα στη μεγάλη οθόνη και η Ναστάζια Κίνσκι για να συναντήσει τους Εραστές της Μαρίας.
Η απελευθέρωση έρχεται σιγά-σιγά. Στη δεκαετία του 80, τα εσώρουχα άρχισαν να φοριούνται και εκτός κλειδαρότρυπας, (ο Jean Paul Gaultier σχεδίασε ολόκληρες συλλογές ως φόρο τιμής στους κορσέδες), μία τάση που είδαμε ξανά και ξανά στην πασαρέλα. Το 1994 θα το θυμόμαστε πάντως για την γέννηση του wonderbra, του πρώτου στηθόδεσμου που απέδειξε στις γυναίκες ότι μπορούν και χωρίς τον πλαστικό τους. Όταν πρωτοβγήκε η καμπάνια, σημειώθηκαν αρκετά ατυχήματα στους δρόμους από αφηρημένους οδηγούς. Επόμενος σταθμός; Αγάπη μου, συρρίκνωσα τα εσώρουχα! Η Ντεμί Μουρ στο Στριπτίζ και η Ελίζαμπεθ Μπέρκλεϊ στο φιλμ Showgirls, λανσάρουν την τάση του κορδονιού, γνωστού ως στρινγκ. Τώρα όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Σήμερα όλοι θέλουν να ανακαλύψουν το επόμενο «θαύμα»: Givenchy, Gossard, La Perla, Valentino Intimo, Calvin Klein αλλά και Moschino, Emilio Pucci, Donna Karan Intimates, Prada, Eres, Costume National, Αlessandro Dell'Acqua, επενδύουν δισεκατομμύρια στην υψηλή ραπτική σε συσκευασία μινιατούρας, στην haute couture για λίγους.
Αν η Τζούλια Ρόμπερτς μεταμορφώθηκε σε Εριν Μπρόκοβιτς με επιτυχία δεν είναι κάτι που οφείλει μόνο στον σκηνοθέτη της αλλά και στο «μαγικό» σουτιέν που δημιούργησε λίστες αναμονής στην Αμερική και στην Ευρώπη. Η ίδια εικόνα επαναλήφθηκε και με την Ρενέ Ζελβέγκερ ως Μπρίτζετ Τζόουνς, αν και μόνο οι Αγγλίδες νοστάλγησαν τελικά την εποχή της γιαγιάς τους με τα εσώρουχα-βράκες…
Εμείς θα προτιμήσουμε τα «sweet nothings». Και το μέλλον; Τι μας επιφυλάσσει; Εσώρουχα με ολογράμματα, με θεραπευτικές ιδιότητες, που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τα ρούχα που φοράμε, που μπορούν να βελτιώσουν και την παραμικρή ατέλεια, να …ανορθώσουν το ηθικό μας, σουτιέν που …αναπνέουν, με υψηλό αντιηλιακό δείκτη προστασίας. Όλοι έχουν δικαίωμα να πιστεύουν στα θαύματα. Η Ζιζέλ πάντως δεν αποχωρίζεται τη νέα «very sexy» miracle bra collection. Ή πώς να γίνετε Ζιζέλ στη θέση της Ζιζέλ.
Μόδα και ομορφιά για το 2015, made in Greece και η εποχή της…αστακομακαρονάδας
Το θέμα του Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο αμφιθέατρο Maroussi Plaza, είχε να κάνει με τις τάσεις για τη μόδα και την ομορφιά για το 2015. «Επόμενη σεζόν: 2015». Φανταστείτε μια ημέρα αφιερωμένη στο στυλ, με ξένους και Ελληνες ομιλητές στο ίδιο έργο θεατές. Καμία σχέση. Τι θα θυμάμαι και τι έμαθα στο συγκεκριμένο συνέδριο;
Αν οι μπαλαρίνες, τα στενά τζιν, το μαύρο βερνίκι νυχιών, έγιναν μπεστ-σέλερ τα τελευταία χρόνια, είναι γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι διεθνείς εταιρίες ομορφιάς και μόδας χρησιμοποιούν υπηρεσίες trend forecasting από εξειδικευμένα πρακτορεία για να προσδιορίσουν ποιο θα είναι το επόμενο must-have προϊόν για να το λανσάρουν πρώτοι στην αγορά.
Γιατί στη μόδα οφείλεις να διακρίνεις έγκαιρα τις τάσεις, να βλέπεις μπροστά από την εποχή σου, να είσαι καινοτόμος. Ειδικά σε μια εποχή όπου οι καταναλωτές αλλάζουμε αγοραστική συμπεριφορά, οι επαγγελματίες πρέπει να συνεχίσουν να βλέπουν μπροστά, να ενημερώνονται, να παίζουν με τους νέους κανόνες.
Οι Έλληνες ομιλητές ήταν μουδιασμένοι... Ο Βασίλης Μασσέλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής-Ετοιμου Ενδύματος Ελλάδος, αναφέρθηκε στην έννοια της εξωστρέφειας, είπε πως η βασικότερη διέξοδος είναι το εξωτερικό, τόνισε πως «δεν υπάρχει e-shop στην Ελλάδα που να πουλάει κοστούμια», μήπως και ενδιαφερθεί κανένας. Για να δηλώσει: «Ο καταναλωτής πλέον δεν αντιλαμβάνεται την ποιότητα, δεν αγοράζει το ύφασμα, αντιλαμβάνεται το brand».
Σύμφωνα με τον κ. Μασσέλο, το 2004 ήταν η πρώτη φορά που η Ελλάδα εισήγαγε περισσότερα ρούχα από ό,τι εξήγαγε. «Η περίοδος 2004-8 ήταν η εποχή της αστακομακαρονάδας. Ο Έλληνας αντί να επενδύει στην εκπαίδευση των παιδιών του, αγόραζε Burberry». Στην κουβέντα για την παραγωγή «Made in Greece», μάθαμε ότι το μηνιαίο κόστος για μια γαζώτρια στη Βουλγαρία είναι 250 ευρώ και αντίστοιχα, 1.400-1.800 ευρώ στην Ελλάδα, «χωρίς να υπάρχει διαφορά στην ποιότητα». Έτσι κι αλλιώς οι ομιλητές ξεκαθάρισαν ότι «η έννοια made in είναι κάτι απροσδιόριστο».
Όσοι συμμετείχαν στο πάνελ με θέμα «επαναπροσδιορίζοντας το made in Greece ρούχο», είπαν ότι είναι «ηρωισμός να παράγεις στην Ελλάδα πια», «η κρίση μπορεί να φέρει ευκαιρίες», «οι σχεδιαστές ζουν από τα νυφικά», «το βιομηχανικό ρούχο απαιτεί πειθαρχία», «η χώρα είναι πολύ πίσω στην παραγωγή ρούχων», «είμαστε πίσω και ακριβοί», «το brand name Greece είναι στον πάτο», «στην Ελλάδα ζούμε με μύθους», «ο κόσμος δεν σκέφτεται ελληνικά. Σκέφτεται τα θέλω του και την τσέπη του».
Ήταν εκεί και εκπρόσωπος του WGSN, της «Βίβλου της μόδας για τον 21ο αιώνα», με αναλύσεις για καταναλωτικές τάσεις και ό,τι πρόκειται να μας απασχολήσει στο μέλλον. Η Mujde Abdis Guclu με την άνεση του ανθρώπου που εργάζεται σε μια εταιρεία με παραρτήματα σε 87 χώρες, παρουσίασε την κοινωνικοπολιτιστική της έρευνα. Με κάθε λεπτομέρεια. Και ευφάνταστους τίτλους σε κάθε υποκατηγορία.
Από την Beautystreams, η Lan Vu και ο Michael Nolte, παρουσίασαν τις τάσεις της ομορφιάς. Τι θα καθορίσει το άμεσο μέλλον της ομορφιάς όπως το είδαμε μέσα από εντυπωσιακά φιλμάκια; Από το Βιετνάμ και την αναβίωση της δεκαετίας του 90, στην iconomania και την προπαγάνδα μέσα από τα κοινωνικά μίντια. Κάπου εκεί είδα τρισδιάστατα νύχια, αυτοκόλλητα βερνίκια, αληθινή γούνα-extension στα μαλλιά, το compu-sapiens και το brain chip της Google.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι η νέα πολυτέλεια... Ταινίες-παραμύθια θα επηρεάσουν ρούχα, αξεσουάρ, μακιγιάζ, συμπεριφορές. Ο καταναλωτής έχει αλλάξει, είναι οπλισμένος με πληροφορίες, απαιτεί μια πιο προσωπική εμπειρία... Σε λίγα χρόνια από τώρα η Amazon θα είναι σημαντικός παίκτης στον κόσμο της μόδας, αν και όπως λέει ο Τζεφ Μπέζος, «it's day one in the category». Μέχρι τότε το Facebook, το Pinterest, το Instagram, θα έχουν αλλάξει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, επικοινωνούμε, ψωνίζουμε, φιλτράρουμε την αισθητική μας. Ο κόσμος αναζητά ψηφιακά δοκιμαστήρια, φωτογραφικούς θαλάμους μέσα στα καταστήματα, κάνει like σε κρεμάστρες με ρούχα που του αρέσουν.
2015. Οι εταιρείες αναζητούν τρόπους να γίνουν πιο ανθρώπινες. Η Tory Burch μοιράζεται τα πάντα στο Twitter. Το ίδιο και η Diane von Furstenberg. Χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να τονώσει τις γυναίκες. Η DKNY δημιούργησε έναν νέο χαρακτήρα. Το PR Girl της αποκάλυψε το πρόσωπο του στους New York Times όταν όλες οι γυναίκες ήθελαν να μάθουν ποια ήταν η καινούργια τους φίλη. «Οι άνθρωποι δεν συνηθίζουν να μιλάνε σε λογότυπα», είπε η Yuli Ziv, εκπροσωπώντας 40 μπλόγκερ στη Νέα Υόρκη. «Η νέα πραγματικότητα δεν είναι τα περιοδικά αλλά οι μπλόγκερ. Μετά τη δεκαετία του 80 και τα σούπερ μοντέλα, το 90 και τις διασημότητες, ζούμε στην εποχή των influencers, των μπλόγκερ. Οι αληθινοί άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ταυτιστούν με κάτι αληθινό, όχι με τη ρετουσαρισμένη διαφήμιση της Τζούλια Ρόμπερτς». Αν αυτό είναι το μέλλον, τότε μπορούμε να κάνουμε fast forward.
Greta Garbo ή Grace Kelly; Eσείς, τι τύπος γυναίκας είστε;
Με αφορμή δύο εκθέσεις που στήθηκαν για να αποθεώσουν δύο γυναίκες που σημάδεψαν το σινεμά, την αισθητική και το στυλ, θελήσαμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο για να προσδιορίσουμε ποια σταρ του παρελθόντος μάς ταιριάζει σήμερα περισσότερο.
Και δεν λέμε ότι θα τοποθετήσουμε στο βάθρο την Γκρέις Κέλι και την Γκρέτα Γκάρμπο για να μας πει ο καθρέφτης ποια ήταν η ομορφότερη. Αλλά να δούμε αν είναι η χρονιά της Γκρέις Κέλι, ή αν η Γκρέτα Γκάρμπο ετοιμάζεται να πάρει τη μεγάλη ρεβάνς, έστω και μετά θάνατον. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο η εξωτερική ομορφιά αλλά η διάρκεια της λάμψης, η αντοχή της στο χρόνο, το είδωλο και η αντανάκλαση μέσα μας.
Το ερώτημα είναι ένα: τι τύπος είστε; Περισσότερο Γκρέις ή μήπως Γκρέτα; Έχετε παρακολουθήσει περισσότερες φορές την «Υψηλή Κοινωνία» ή μήπως το «Grand Hotel»; Η Γκρέις Κέλι είναι η αυτονόητη επιλογή. Γιατί, ποια άλλη σταρ έχει βαφτίσει τσάντα ιστορικού οίκου με το όνομά της, δημιουργώντας λίστες αναμονής και αποτελεί πηγή έμπνευσης για σχεδιαστές, τηλεοπτικές σειρές όπως το «Mad Men», στο μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου ;
Οι δυο τους συναντιούνται ακόμη και μέσα από τον ίδιο οίκο μόδας. Η Γκρέις Κέλι υπήρξε η μούσα πίσω από την διαφημιστική καμπάνια του Salvatore Ferragamo με την ίδια ατμόσφαιρα από το φιλμ «To catch a thief», το αυτοκίνητο, τα μαλλιά, τα χρώματα, τα γάντια.
Το μυστικό με την Γκρέις Κέλι ήταν ότι έμοιαζε προσιτή. Η Γκρέτα Γκάρμπο πούλησε το μύθο της απρόσιτης, μοναχικής ντίβας. Η Γκρέις σαν μια εκθαμβωτική ξανθιά στάρλετ ήξερε να παίξει καλά το ρόλο της. Άγνωστη ακόμη πήγαινε στα ραντεβού με τους σκηνοθέτες φορώντας λευκά γάντια. Λίγα χρόνια αργότερα, το Time την έβγαζε στο εξώφυλλο με τίτλο «Το κορίτσι με τα λευκά γάντια».
Αν η Γκρέις Κέλι ήταν το κορίτσι με τα λευκά γάντια, η Γκρέτα Γκάμπο ήταν το κορίτσι με τα μαύρα. Ίσως για να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα. Και αν η Κέλι είχε χαρακτηριστεί «τόσο απόμακρη σαν τη Βασίλισσα του Χιονιού» αλλά και μια γυναίκα γεμάτη χάρη, όπως υποδηλώνει και το όνομά της (Grace), η Γκάρμπο ήταν η μυστηριώδης σταρ του Χόλιγουντ. Σε αντίθεση με την Γκρέις Κέλι, η Γκρέτα Γκάρμπο δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν υπέγραφε αυτόγραφα, δεν απαντούσε στην αλληλογραφία των θαυμαστών της. Εγκατέλειψε το Χόλιγουντ στη δεκαετία του 40 για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Πάντα με στυλ.
Grace Kelly: Style Icon... Και ηθοποιός, νύφη, πριγκίπισσα. Και να σκεφτεί κανείς ότι η καριέρα της εξαντλείται σε 11 ταινίες που γύρισε μόλις σε πέντε χρόνια. Είναι το ίδιο κορίτσι που καθιέρωσε τα καρέ μαντίλια, τα twin sets, άφησε τις πέρλες, τη δαντέλα και το σατέν, για να λανσάρει παντελόνια κάπρι και γυαλιά ηλίου με άρωμα fifties. Το βιβλίο με τίτλο «A touch of Grace» από τη Σίντι ντε λα Χοζ, αποκαλύπτει την εμπορική της πλευρά ή πώς να γίνετε πριγκίπισσα στο στυλ της Γκρέις Κέλι.
Το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι φωτογράφοι με την Γκρέις Κέλι ήταν όταν φαινόταν γυμνό πόδι ή μπούστο, σέξι βλέμμα. Η Γκρέτα Γκάρμπο παρεξηγήθηκε όσο λίγες σταρ... Δεν είπε ποτέ «Θέλω να μείνω μόνη μου», αλλά «Θέλω να με αφήσετε ήσυχη». Η Γκρέις ήταν η πριγκίπισσα. Και η Γκρέτα η «Βασίλισσα Χριστίνα», μαζί και η «Μάτα Χάρι». Η πρώτη φορούσε ταγέρ, η δεύτερη κοστούμια. Και κάτι τελευταίο. Η Γκρέις Κέλι μπορεί να υπέγραψε τσάντα Hermes με το όνομά της, η Γκρέτα Γκάρμπο όμως είχε στο διαβατήριό της φωτογραφία που της τράβηξε ο Σεσίλ Μπίτον και ανάμεσα στις επώνυμες αποσκευές της μια χειροποίητη βαλίτσα από τον Louis Vuitton, φτιαγμένη μόνο για τα παπούτσια της...
Sartorialist. Μόδα του δρόμου χωρίς καρμπόν
Η ιδέα μοιάζει απλή για μία ακόμη φορά. Ένας δημοσιογράφος δρόμου, ένας ρεπόρτερ της ζωής, μάλλον ένας περίεργος παρατηρητής που αναζητάει πίσω από τα ρούχα προσωπικά δεδομένα, σκέφτηκε να στήσει ένα μινιμαλιστικό μπλογκ, ένα ηλεκτρονικό ημερολόγιο, που δεν θα κράζει κανέναν, αντίθετα θα φωτογραφίζει ωραίες εικόνες, όμορφους ανθρώπους -επειδή το μέσα τους είναι όμορφο- και θα συνοδεύεται από αφαιρετικές λεζάντες. Χωρίς ονόματα, διευθύνσεις, ιδιότητες. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Βρήκε και μια παλιομοδίτικη, εξαιρετικά φίνα γραμματοσειρά για να στήσει τη... βιτρίνα του και βάφτισε το πρότζεκτ του The Sartorialist.
Ο κύριος Sartorialist, λοιπόν, γνωστός και ως Σκοτ Σούμαν, συγκέντρωσε όλες αυτές τις φωτογραφίες σε ένα βιβλίο. Λέγοντας την ίδια ιστορία από την ανάποδη. Ή πως ένα στοίχημα ξεκινάει σεμνά από το Ιντερνετ και εξελίσσεται σε εκδοτικό φαινόμενο. Γιατί το βιβλίο έχει εξαντληθεί. Στις εικόνες δεν θα συναντήσετε άνδρες και γυναίκες που φορούν τη βιτρίνα. Αν και ο Σκοτ Σούμαν ζει στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να σταματάει ανθρώπους στον δρόμο τον Σεπτέμβριο του 2005, στο μπλογκ του δεν θα συναντήσετε αποκλειστικά περαστικούς της Πέμπτης Λεωφόρου. Παρίσι, Δουβλίνο, Στοκχόλμη, Λονδίνο, Μιλάνο, δυστυχώς όχι ακόμη Αθήνα ή Θεσσαλονίκη.
Η ιστορία του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όλα ξεκίνησαν όταν γεννήθηκε η κόρη του και αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του πωλητή για να παραμείνει σπίτι, μαζί της. Συνήθιζε να κουβαλάει την ψηφιακή μηχανή του στους δρόμους της Νέας Υόρκης, καταγράφοντας ό, τι συγκινούσε το βλέμμα του. Λίγο μετά, «ανέβαζε» τις εικόνες στο προσωπικό του μπλογκ με σύντομες επισημάνσεις, δομή που δεν άλλαξε μέχρι σήμερα και εισήγαγε έναν εναλλακτικό τρόπο φωτογραφίας μόδας σε συσκευασία μπλογκ.
Εκδοτικός κολοσσός, όπως η Conde Nast, του ζήτησε να γίνει... ανταποκριτής στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού, όχι φυσικά απαραίτητα από την πρώτη σειρά, κάτι που κάνουν όλοι οι άλλοι. Με καρμπόν. Μπορεί να δείτε από τον Καρλ Λάγκερφελντ, δύο Μιλανέζους μπαρμπέρηδες με λευκές στολές κι έναν έμπορο ναρκωτικών στο Χάρλεμ (!) μέχρι καθημερινούς ανθρώπους που τους θαυμάζεις κυρίως για την ειλικρίνειά τους απέναντι στην κάμερα.
Η ομορφιά για τον Sartorialist είναι στον δρόμο. Σαν μια υγιής αντίδραση απέναντι στον τόσο βαρετό και στημένο κόσμο των δήθεν διασημοτήτων του στυλ παγκοσμίως. Μια έκθεση ιδεών σε εξέλιξη για το τι σημαίνει προσωπικό στυλ. Ή πώς η μόδα εντάσσεται στην καθημερινότητα και γίνεται τρόπος ζωής. Εικόνες με κίνηση, ενέργεια και συναίσθημα. Γυναίκες που μεταμορφώνονται σε σούπερ μοντέλα χωρίς μπότοξ και στυλίστα, άνδρες που αναβιώνουν την κομψότητα από το 50 και το 60. Με πρωταγωνιστές καθημερινούς σταρ χωρίς όνομα. Και κόκκινα χαλιά.
Πεντικιούρ, babysitting, περμανάντ στις βλεφαρίδες… Ο παράδεισος (δεν) είναι εδώ
Ο κόσμος μπορεί να... καίγεται, αλλά ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, νέας γρίπης, Εbola, κουνουπιών με «στολή» τίγρης, οι άνθρωποι ανά τον κόσμο δεν σταματούν να σκέφτονται πώς να αναπτύξουν τις επενδύσεις τους, προσφέροντας κάτι καινούργιο στην ιστορία. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος των σούπερ κομμωτηρίων. Για την ακρίβεια των υπερπολυτελών σαλονιών ομορφιάς, που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη και από εκεί στο Παρίσι και το Μιλάνο, με σκοπό να ικανοποιήσουν τη γυναικεία ματαιοδοξία και με το παραπάνω.
Γιατί αν έχετε μείνει ακόμη στο απλό κούρεμα-στέγνωμα, άντε και στο πεντικιούρ, είσαστε μάλλον πολύ πίσω. Στα νέα κέντρα περιποίησης μπορείτε να ζητήσετε από μασάζ και μπότοξ μέχρι γκουρμέ μενού την ώρα που δοκιμάζετε μια νέα απόχρωση σε ανταύγειες. Το Χάροντς στο Λονδίνο έχει αφιερώσει 22.000 τ. μ. (!) με την ονομασία Urban Retreat, (ό, τι κι αν σημαίνει αυτό), περιποίηση με άρωμα λεβάντας, με
παράρτημα στο Χάρβεϊ Νίκολς στο Μάντσεστερ και αλλού. Στην Αγγλία για την ώρα.
Εκεί μπορεί να σας αναλάβουν για ιδιαίτερο μακιγιάζ κορυφαίοι μακιγιέρ, ενώ λίγο πριν να έχει προηγηθεί ένα αναζωογονητικό μασάζ προσώπου, αλλά και ραντεβού στα τυφλά με διαφορετικούς κομμωτές σε ξεχωριστά δωμάτια μέχρι να βρείτε αυτόν που σας ταιριάζει. Οι θεραπείες διαδέχονται η μία την άλλη. Για το μέσα μας και το έξω μας.
Ποιος θα φανταζόταν πριν από μερικά χρόνια ότι μπαίνοντας σε ένα πολυκατάστημα για ψώνια θα μπορούσε να κλείσει ραντεβού για τόσο ετερόκλητα στιλ προσωπικής χαλάρωσης και αυτοϊκανοποίησης; Από χειροπρακτικό μέχρι φυσιοθεραπευτή και πλαστικό χειρουργό. Αυτή είναι η εποχή του σούπερ εναλλακτικού κομμωτηρίου. Που απελευθερώνεται και εξάπτει την φαντασία. Των γυναικών, γιατί οι άνδρες έχουν μια δεκαετία μόλις που δέχονται να περιποιούνται πρόσωπο, κόμη και άκρα χωρίς να κοκκινίζουν. Δεν είναι κι άσχημα, την ίδια μέρα που βάφεις και κόβεις τα μαλλιά σου, να έχεις ραντεβού και για ινδικό μασάζ κεφαλής, περμανάντ στις βλεφαρίδες (εξαιρετικά δημοφιλής και αποτελεσματική), και ίσως λεύκανση δοντιών...
Το μενού με όλα εκείνα που μπορείτε να κάνετε καταγράφονται σε βιβλίο που θα μπορούσε να έχει και το μέγεθος μυθιστορήματος. Στο Michaeljohn, στο Λονδίνο, κάνεις και ρέικι και ρεφλεξολογία. Στο Blow, είναι η ώρα της αποτοξίνωσης. Σε αντίστοιχα κέντρα σε μητροπόλεις της μόδας, όλα γίνονται σε τρία τέταρτα της ώρας, σχεδόν ταυτόχρονα, γιατί όπως λένε, «κανείς δεν έχει χρόνο για χάσιμο». Το καλύτερο όμως το αφήσαμε για το τέλος. Κάνουν και babysitting «γιατί και τα παιδιά αξίζουν την περιποίηση που ονειρεύονται». Πεντικιούρ με τουβλάκια και πριγκίπισσες...
Vidal Sassoon: Κομμωτής, ψυχολόγος ή αρχιτέκτονας;
Όταν πέθανε ο Βιντάλ Σασούν ή ταν 84 ετών. Έγραψε ιστορία, απελευθερώνοντας τις γυναίκες. Και δεν μιλάμε μόνο για τη Μία Φάροου, τη Σοφία Λόρεν, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, την Τουίγκι, την Τζιν Σρίμπτον, τα μοντέλα και τις σταρ της εποχής... «Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που ερχόταν να την κουρέψω, την αντιμετώπιζα σαν πριγκίπισσα», είχε πει ο διασημότερος σχεδιαστής της δεκαετίας του '60. Και ψυχολόγος μαζί.
Τον είχα συναντήσει στην Αθήνα και μετά στο Λονδίνο όταν ξεκινούσα τη δημοσιογραφία. Εξαιρετικά ευγενής, απίστευτα καλοντυμένος, με ακτινοβολία σούπερσταρ. Όταν άνοιξε το πρώτο του κομμωτήριο στο Λονδίνο, τη δεκαετία του 50, τα μαλλιά των γυναικών ήταν φουσκωτά, θύμιζαν φωλιές, κοκαλωμένα από τη λακ, τις περμανάντ, τα ρόλεϊ. Σας θυμίζει κάτι; Βγαίνοντας, η φιλοσοφία είχε αλλάξει: «λούζομαι και φεύγω». Τα κοντά μαλλιά δεν αποτελούσαν πλέον προνόμιο των ανδρών. Τελικά, καθώς τα κορίτσια έκοβαν τα μαλλιά τους, τα αγόρια άρχισαν να τα μακραίνουν...
Μπορεί η μόδα στα μαλλιά να αλλάζει διαρκώς, η κληρονομιά του Βιντάλ Σασούν έχει διάρκεια στον χρόνο. Το κούρεμα της Μία Φάροου στο φιλμ «To μωρό της Ρόζμαρι» υιοθετείται ακόμη και σήμερα από γυναίκες ανά τον κόσμο, όπως η Μισέλ Γουίλιαμς, η Αν Χαθαγουέι, η Κάρι Μάλιγκαν, η Κίρα Νάιτλι, η Χάλι Μπέρι και η Έμα Γουάτσον.
Γεννήθηκε στο Χάμερσμιθ από Εβραίους γονείς. Ο πατέρας του, πωλητής χαλιών στο επάγγελμα, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Βιντάλ ήταν πέντε ετών. Με τον μικρότερο αδελφό του, Ιβόρ, έζησαν σε ορφανοτροφείο για έξι χρόνια, μέχρι τη στιγμή που η μητέρα τους, Μπέτι, ξαναπαντρεύτηκε. Παράτησε το σχολείο στα 14 για να λούζει τις πελάτισσες στο κομμωτήριο της γειτονιάς.
Καθώς μάθαινε τη δουλειά, έκανε μαθήματα ορθοφωνίας για να βελτιώσει την προφορά του. Στα 26 του είχε ανοίξει το πρώτο του κομμωτήριο στην Βond Street, το οποίο ήταν τόσο μικρό που οι πελάτισσες κάθονταν στις σκάλες μέχρις ότου έρθει η σειρά τους. Το «Sassoon's» έγινε της μόδας, και το 1958 μετακόμισε.
Εκείνη τη χρονιά δημιούργησε το «σχήμα», επηρεασμένος από τα σχέδια του Μπαουχάους. Το 1963 ήταν η χρονιά του bob, του φουσκωτού καρέ. Το 1964 θέλησε να γίνει διεθνής και άνοιξε το πρώτο του κομμωτήριο στη Νέα Υόρκη. Σε πέντε χρόνια είχε σαλόνια ομορφιάς στο Τορόντο και το Μπέβερλι Χιλς και σχολή κομμωτικής στο Λονδίνο. Το 1973 λάνσαρε δικά του προϊόντα και στα μέσα της δεκαετίας του 70 είχε 15 κομμωτήρια και σχολές στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αγγλία και τη Γερμανία. Σλόγκαν του; «Αν δεν είσαι ωραία, δεν είμαστε κι εμείς ωραίοι».
Ο πρώτος του γάμος, το 1956, με την Ελέιν Γουντ, τη ρεσεψιονίστ του, κατέληξε σε διαζύγιο το 1963. Τέσσερα χρόνια μετά παντρεύτηκε την Καναδή ηθοποιό Μπέβερλι Ανταμς, με την οποία απέκτησε δύο γιους και δύο κόρες. Όταν μετακόμισαν στο Λος Αντζελες δημοσίευσαν το μπεστ σέλερ «A year of beauty and health». Το 1980 ο Βιντάλ Σασούν παρουσίαζε τοκ σόου στην αμερικανική τηλεόραση.
Το 1983 ξαναπαντρεύτηκε, την Τζάνετ Χάρτφορντ-Ντέιβις, και πούλησε την επωνυμία του, για να το μετανιώσει. Το 1992 παντρεύτηκε για τέταρτη φορά, τη Ρόνι Χόλμπρουκ, ντιζάινερ, και μαζί ανακαίνισαν ένα σπίτι του 60 στο Μπέβερλι Χιλς. Η κόρη του Κάτια, μοντέλο και ηθοποιός, πέθανε το 2002. Το 2010 η ζωή του γυρίστηκε ταινία, το «Vidal Sassoon: Τhe Movie» σε μορφή ντοκιμαντέρ.
Είχα τη χαρά να τον συναντήσω χρόνια πριν. Ήταν Απρίλιος του 1995. Τίτλος της συνέντευξης στην «Καθημερινή»: «Τα μαλλιά χαρίζουν αυτοπεποίθηση...» Πώς θα τον θυμάμαι; Σαν έναν άνθρωπο-μύθο, ευγενικό, πρόσχαρο, αφηγηματικό, συναισθηματικό, ειλικρινή. Μου είχε κάνει εντύπωση που με περίμενε ο ίδιος έξω από το ασανσέρ στο λόμπι, για να με οδηγήσει στη σουίτα του. Τι είχε πει τότε; «Η πλειονότητα των ανθρώπων ζητάει καθοδήγηση. Αν είσαι αληθινός επαγγελματίας, πρέπει να μπορείς μέσα σε λίγα λεπτά να ανακαλύψεις κρυφές πτυχές του εαυτού τους, να τους προτείνεις κάτι ανάλογο με την ιδιοσυγκρασία τους, τον τρόπο που ντύνονται και συμπεριφέρονται».
Στο βιβλίο του «Sorry I kept you waiting madam», είχε ζητήσει συγγνώμη. «Θυμάμαι πως ήμουνα πάντοτε μία ώρα πίσω στα ραντεβού μου. Αφιέρωνα όσο χρόνο ένιωθα πως χρειαζόταν για να καταλάβω τι θέλει κάθε πελάτισσα. Ποτέ δεν κοιτούσα το ρολόι μου».
Για δεκαετίες δεν είχε πιάσει ψαλίδι. Ξόδεψε την περιουσία του σε έργα τέχνης. «Φαντάσου να ανοίγεις κάθε μέρα την εφημερίδα, για να δεις την αξία της μετοχής σου. Εγώ προτιμώ να περπατάω στο σπίτι μου και να βλέπω τέχνη».
Όταν ο Christian Louboutin γίνεται εκδότης με τους Louboutin Times
Δεν νομίζω ότι είναι εποχές να ονειρευόμαστε κόκκινες σόλες. Και όμως, ο συγκεκριμένος σχεδιαστής πουλάει κάθε χρόνο 700.000 ζευγάρια παπούτσια, δηλαδή 3.000 τη μέρα. Ένας σούπερ σταρ που αποθεώνεται για ό,τι κάνει, φιλοξενήθηκε σε μουσείο, ο Κριστιάν Λουμπουτάν (Christian Louboutin), αγαπημένος των γυναικών, συμπλήρωσε 20 χρόνια στη μόδα και στη ζωή μας.
Εγώ φορούσα κόκκινα, ψηλοτάκουνα πέδιλα Christian Louboutin στον γάμο μου. Κι από τότε τα έχω φορέσει ξανά και ξανά, ακόμη και με τζιν, χωρίς να είναι τα πιο αναπαυτικά παπούτσια που έχω στη συλλογή μου. Ένας υποδηματοποιός που υπογράφει με πάθος λευκές δερμάτινες μπότες με φερμουάρ, κλασικές γόβες με χαμηλό τακούνι με αρχαιοελληνικές, ανάγλυφες αναφορές, χρυσή αγκράφα στη μύτη, σαν το πλαστικό στολίδι από το περιτύλιγμα, με το σήμα της Ρολς-Ρόις στη μύτη, μποτάκια που δένουν... Ο Κριστιάν Λουμπουτάν ξέρει να προκαλεί, όταν χρειάζεται. Όπως όταν έφτιαξε ένα φουτουριστικό ζευγάρι με μεταλλικά εξογκώματα ή τοποθέτησε διαμάντια στο γοβάκι της Σταχτοπούτας.
Έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε τα ίδια τα παπούτσια - έργα τέχνης πίσω από τη «βιτρίνα» και να παρακολουθούμε όλη τη διαδικασία σχεδιασμού, από το πρώτο σχέδιο με μολύβι μέχρι το πρωτότυπο και την παραγωγή στο εργοστάσιο. Ο Κριστιάν Λουμπουτάν πάντως επιμένει πως δεν τον ενδιαφέρει η σκοτεινή πλευρά της ζωής. Το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που έφτιαξε ήταν το 1992, κοιτώντας μια φωτογραφία της πριγκίπισσας Νταϊάνα την ώρα που ο σύζυγός της έδινε διάλεξη. «Έμοιαζε τόσο λυπημένη και βαριεστημένη που σκέφτηκα, «τι θα μπορούσε να την κάνει να χαμογελάσει;»», λέει ο διάσημος υποδηματοποιός. Της έφτιαξε δυο παπούτσια που σχημάτιζαν τη λέξη Love. Μπορεί η Νταϊάνα να μην αγόρασε ποτέ κάτι δικό του, τα πρώτα χρόνια όμως πούλησε 200 τέτοια ζευγάρια. Σήμερα η αυτοκρατορία του στεγάζεται στην οδό Jean Jacques Rousseau, στους αριθμούς 12, 14, 19, 21, 23 και 27. Εκδίδει και την εφημερίδα Louboutin Times. Άντε και στους Sandy Times.
Δεκαετίες στο μίξερ του στυλ...
Υπάρχουν αγαπημένες και καταραμένες δεκαετίες. Άνθρωποι που αρνούνται να αλλάξουν ημερολόγιο, εγκλωβίζονται στις συνήθειές τους, μυρίζουν, ντύνονται, συμπεριφέρονται όπως τότε. Άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι τρέφουν ακόμη και τώρα εμμονές με τη δεκαετία του 50, κάτι που το καταλαβαίνεις από τα έπιπλα και τις κουρτίνες στα σπίτια τους, το αυτοκίνητο που κρύβουν στο γκαράζ, τη μουσική που ακούν, τον τρόπο που βάφονται και χτενίζονται οι γυναίκες, το στυλ που δένουν τη γραβάτα τους οι άνδρες. Και μπορεί το 1980 να θεωρείται η πιο κακόγουστη περίοδος του προηγούμενου αιώνα, όμως υπάρχουν στοιχεία της που δύσκολα θα ξεπεράσουμε.
Είναι η ευκαιρία μας να αξιοποιήσουμε ό, τι μάθαμε από προσωπική εμπειρία, ό, τι αποστηθίσαμε από λευκώματα, ό, τι αγαπήσαμε από ταινίες, για να του ξαναδώσουμε πνοή σαν να είναι κάτι καινούργιο. Στη μόδα, στο ντιζάιν, στην τέχνη, στο φαγητό, στο savoir-vivre και faire της καθημερινότητας. Από τα twenties μπορούμε να κρατήσουμε την κομψότητα, την έμφαση στη λεπτομέρεια, τις φίνες σιλουέτες. Από το 30 τον πόλεμο του άσπρου και του μαύρου, την ευγένεια της εικόνας, το ραφιναρισμένο αλλά ακατέργαστο αποτέλεσμα. Το 40 μας στοιχειώνει για τις αποχρώσεις του γκρίζου που δεν γίνεται όμως μαύρο, αντιστέκεται, αντέχει, αλλά και την οικονομία του υφάσματος και της υπερβολής. Οσο για το 50, μοιάζει σαν να μην έφυγε ποτέ, με σχεδιαστές, έπιπλα, γκρουπ, τηλεοπτικές σειρές, που ρίχνουν τους τόνους, παίζουν με τη γεωμετρία, συγκινούν για την απλότητα και τον ρομαντισμό τους. Επιστροφή στα sixties, σε μια δεκαετία που ονειρεύτηκε το μέλλον, αλλά δυστυχώς ο φουτουρισμός, όπως τον οραματίστηκε ο Pierre Cardin, ήταν μάλλον πολύ πιο ευφάνταστος απ' ό, τι μας προέκυψε τελικά. Έτσι δικαιολογείται μάλλον η επανάληψη και το best of των δεκαετιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει έμπνευση ή άλλα τέτοια κλισέ που μας βοηθούν να γινόμαστε ακόμη πιο μίζεροι. Το 70 το θυμόμαστε για τα χρώματα, την ψυχεδέλεια, τη χαρά της ζωής. Το 80 για τις βάτες, τη Δυναστεία, τις γκέτες, το Flashdance, τα φωτορρυθμικά. Το 90 για το απόλυτο τίποτα, τον μινιμαλισμό, τις αποχρώσεις του λευκού και του υποτονικού γκρι, της συμφιλίωσης των δύο φύλων, στην ντουλάπα τουλάχιστον.
Και το 00; Για το μηδέν, το μίξερ, το απόλυτο χάος. Μια δεκαετία που ξεκίνησε με πυροτεχνήματα και ελπίδες, αλλά δεν γέννησε καμία τάση millenium. Τώρα, όμως, είναι η ευκαιρία μας. Να σκηνοθετήσουμε μια νέα εποχή που θυμάται και γεννάει, προκαλεί και ξυπνάει, αποδομεί και αναδομεί. Γιατί και η μόδα δεν μεταφράζεται (μόνο) σε χρώματα, τάσεις, φόρμες, σιλουέτες. Όλα είναι θέμα αισθητικής και διάθεσης.
Το ζητούμενο, λοιπόν, για την περίοδο που διανύουμε είναι ένα οπτικό φίλτρο, κάπως πειραγμένο, για να μη βλέπουμε την ασχήμια και την απόγνωση του τώρα. Αν το 1909 ήταν προκλητικό για μια γυναίκα να δείχνει τον αστράγαλό της, το 1916 κάπνιζαν μόνο οι ηθοποιοί και το κόκκινο κραγιόν και το παντελόνι αποτελούσαν απαγορευμένα φετίχ, σήμερα που όλα επιτρέπονται, έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε τουλάχιστον αυτά που μας δικαιώνουν στον χρόνο. Στη δεκαετία του 60, σχεδόν όλοι πίστευαν ότι το 2000 θα φορούσαμε διαστημικές φόρμες στο γραφείο και θα επιστρέφαμε στο σπίτι για να φάμε παρέα με το οικιακό ρομπότ. Όπως έχει γράψει και ιστορικός της μόδας, «τα στυλ αλλάζουν. Το στυλ όχι».
Όταν τα εξώφυλλα (των περιοδικών) είναι ένας ολόκληρος κόσμος...
Δεν πετάω ποτέ περιοδικά. Τα περιοδικά που αγαπώ, που συλλέγω από παιδί, από τότε που πήγαινα στο Λύκειο, δεν έχω κατορθώσει να τα αποχωριστώ ακόμη. Τα σέβομαι και τα προσέχω. Ας είναι καλά η αποθήκη στο πατρικό μου, με τα λευκά της ράφια, και τα τεύχη που στοιβάζονται χρονολογικά και ατσαλάκωτα. Κι αν ακόμη, φτάσω στο σημείο να σκίσω σελίδες για να κρατήσω ορισμένα κείμενα ή editorials για το προσωπικό μου αρχείο, τα εξώφυλλα είναι χαραγμένα στο μυαλό μου σαν έργα τέχνης. Ημερομηνίες μπορεί να μην θυμάμαι, αλλά εξώφυλλα αποκλείεται να ξεχάσω.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ιδέα ακόμη από αισθητική και εικόνα. Πολύ συχνά βλέπουμε εξώφυλλα χωρίς φαντασία, μοντέλα που δεν σε κοιτούν καν, αλληθωρίζουν σχεδόν, είναι τόσο βαρετά και λάθος «κροπαρισμένα» που μόνο για συλλεκτικούς λόγους δεν θέλεις να κρατήσεις...
Τα περιοδικά που αντέχουν στον χρόνο φροντίζουν το περιτύλιγμά τους σα να επρόκειτο για βιβλίο, ταινία, υπερπαραγωγή, τέχνη. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την πρώτη σελίδα που βλέπει ο κόσμος, με «χτυπήματα» για τα πιο δυνατά θέματα της ύλης, ο κράχτης του περιοδικού. Και δεν είναι μόνο η φωτογραφία, δεν παίζει ρόλο μόνο αν είναι μοντέλο, σταρ ή θέμα επικαιρότητας μπροστά, αλλά και η τυπογραφία, η γραμματοσειρά που χρησιμοποιείται, το χρώμα, το μήνυμα που περνάει, σε συναισθηματικό πλέον επίπεδο.
Ειδικά σε περιόδους κρίσης, έχω την αίσθηση ότι ο πιο ανέξοδος και ανώδυνος τρόπος να ταξιδέψεις είναι αυτός: να αγοράσεις το αγαπημένο σου περιοδικό και να το ευχαριστηθείς, ξανά και ξανά. Να νιώσεις ότι είσαι εσύ που ζεις ή θα ζήσεις αυτές τις εμπειρίες, να θαυμάσεις εικόνες, κείμενα, απόψεις, να ξεχαστείς για λίγο και να πιστέψεις πως η ζωή είναι ωραία, είναι ροζ ή με πουά, ή ό,τι τέλος πάντων συνηθίζει να γράφεται στο εξώφυλλο ενός περιοδικού μόδας.
Και εντάξει, το New Yorker έχει πάντα τις ωραιότερες εικόνες, αλλά είναι εκτός συναγωνισμού γιατί παίζει αποκλειστικά με illustration. Ποιος άλλος όμως θα μπορούσε να κυκλοφορήσει στις 24 Σεπτεμβρίου του 2001 με μαύρο εξώφυλλο και δύο ακόμη πιο μαύρες σκιές από τους Δίδυμους Πύργους και τη μαύρη κεραία που χώριζε το W; Το Rolling Stone έστηνε στη δεκαετία του 80 ιστορίες που έμεναν στον χρόνο, όπως αυτή με τη ντυμένη Γιόκο Ονο και τον γυμνό Τζον Λένον, μέσα από τον φακό της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Ανι Λίμποβιτς. Και δεν θα μιλήσουμε για τη μόδα με τα τρίπτυχα, τις ομαδικές φωτογραφίσεις που ξεδιπλώνουν για να είναι ευχαριστημένοι και οι διαφημιζόμενοι από πίσω, ούτε για τις εγκύους, τις νέες μαμάδες με τα παιδιά τους, τις χαρούμενες οικογένειες-υπερπαραγωγές με το χαμόγελο οδοντόκρεμας, όλα τα κλισέ που για κάποιον λόγο πουλάνε και με το παραπάνω...
Τα σύγχρονα εξώφυλλα είναι γυαλιστερά, πεντακάθαρα, αισιόδοξα. Κοντινά, πρόσωπα γκρο-πλαν, εξωπραγματικά όμορφα. Το λογότυπο του περιοδικού παραμένει σταθερό, ενώ παλαιότερα οι γραφίστες έπαιζαν με τα γράμματα και το στήσιμο του εξωφύλλου. Κάπως έτσι η Λίντα Εβαντζελίστα είχε βρεθεί το 1992 να κρατάει στο χέρι της το A από το Harper's Βazaar.
Τα πιο αγαπημένα μου εξώφυλλα μέχρι σήμερα; Η Σίντι Κρόφορντ με λευκή περούκα. ντυμένη σαν Τζορτζ Ουάσιγκτον, στο εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του περιοδικού George (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1995) με εκδότη τον Τζον Κένεντι Τζούνιορ. Η Νικόλ Κίντμαν όταν γύριζε την πλάτη της στον φακό του Ίρβινγκ Πεν στην αμερικανική Vogue (Μάιος 2004). Η Σίντι Κρόφορντ ξυπόλυτη με κόκκινο φόρεμα μπαλαρίνας. Τα τοπ-μοντέλα της δεκαετίας του 90 από τον φακό του Πίτερ Λίντμπεργκ ασπρόμαυρα. Νομίζω ότι ήρθε η στιγμή για μια επίσκεψη στην αποθήκη...
Coco Chanel: «Για να είναι κανείς στη μόδα, πρέπει πρώτα να είναι ντεμοντέ»
Δεν έχω δει τις δύο ταινίες για την Κοκό Σανέλ. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αντιστέκομαι στην ιδέα της αναπαράστασης μιας ασπρόμαυρης ζωής με σειρές από μαργαριτάρια, ναυτικά παντελόνια, σακάκια με εξώρραφα, τσάντες με αλυσίδες, με ηθοποιούς όπως είναι η Αννα Μουγκλαλίς και η Οντρέι Τοτού στον ρόλο της Σανέλ. Χάρηκα μόλις κράτησα στα χέρια μου τη ρετρό έκδοση του Paul Morand με τίτλο «H αύρα της Σανέλ» (εκδόσεις Αγρα) με την Coco Chanel να αφηγείται τη ζωή της στα ελληνικά (σε μετάφραση Βάνας Χατζάκη).
Δεν είναι μια ακόμη βιογραφία της Σανέλ... To αποδεικνύει και το εξώφυλλο με το πορτρέτο της σχεδιάστριας μόδας που δημιούργησε επανάσταση στην εποχή της από τον σημερινό της διάδοχο, Καρλ Λάγκερφελντ. Ο Πολ Μοράν, διπλωμάτης, συγγραφέας και θαμώνας των κοσμικών κύκλων, φίλος του Προυστ και του Μαλρώ, πέθανε στο Παρίσι το 1976, τη χρονιά που εκδόθηκε η «Αύρα της Σανέλ».
Εκείνη τον είχε προσκαλέσει να την επισκεφτεί στο τέλος της δεκαετίας του 40 για να του υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά της. Οπως γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου, «η ιδιοφυΐα της Σανέλ δεν ήταν ακόμη αναγνωρίσιμη. Τίποτα δεν φανέρωνε ακόμη την αυταρχικότητά της, τη βιαιότητά της, την επιθετική της τυραννία, τίποτε δεν άφηνε να διαφανεί αυτή η προσωπικότητα που έμελλε να αποκτήσει τόσο μεγάλη διασημότητα».
Η Κοκό Σανέλ μίλησε για τη φιλία της με τη Μίσια Σερτ, τους άνδρες της ζωής της, τη φιλοσοφία της για τη μόδα. «Ενα φόρεμα δεν είναι ούτε αρχαία τραγωδία, ούτε ζωγραφικός πίνακας. Είναι μια γοητευτική και εφήμερη δημιουργία και όχι ένα διαχρονικό έργο τέχνης. Η μόδα οφείλει να πεθαίνει και να πεθαίνει γρήγορα».
Η Κοκό Σανέλ δεν φοβήθηκε τις λέξεις. Δεν υποτάχθηκε σε τίποτα, γνώριζε καλά τη δύναμη, το ταλέντο της, τον θαυμασμό και τον τρόμο που προκαλούσε στους άλλους. «Ανέκαθεν μισούσα να βάζει κάποιος τάξη στην αταξία μου ή στο μυαλό μου. Η τάξη είναι φαινόμενο υποκειμενικό. Μισώ επίσης τις συμβουλές, όχι επειδή είμαι ξεροκέφαλη αλλά αντιθέτως, επειδή επηρεάζομαι πολύ εύκολα. Εξάλλου οι άνθρωποι δεν σου δίνουν παρά τα παιχνίδια, τα φάρμακα και τις συμβουλές που ταιριάζουν στους ίδιους», λέει στο βιβλίο.
Και τα κεφάλαια μπροστά από τις 261 σελίδες; Μόνη, η μικρή Κοκό, άφιξη στο Παρίσι, η οδός Καμπόν, ταξίδι στην Ιταλία, η Μίσια, επιστροφή στο Παρίσι, Ντιάγκιλεφ, Πικάσο, 1922, η απλή ζωή, περί πλούτου, το κοινωνικό έργο, οι κοσμικοί, δύστυχες γυναίκες, ένας τελευταίος βασιλιάς, αντίο, όχι εις το επανιδείν.
Στο βιβλίο αποκαλύπτεται και η φωτεινή και η σκοτεινή της πλευρά. Με σεβασμό, χωρίς όμως να κρύψει τίποτα, ο συγγραφέας φρόντισε να βγάλει το άχτι του με φράσεις όπως: «Ποτέ σνομπισμός δεν είχε σνομπάρει καλύτερα τον εαυτό του». Και «Κάποιες φορές, τα μονίμως διευρυμένα από τον θυμό ρουθούνια της έπαυαν να πάλλουν, έδειχνε κάπως αποκαμωμένη, η καρδιά της φανέρωνε το μυστικό μιας άγονης φύσης, αλλά αυτό δεν κρατούσε παρά ελάχιστα. Η Σανέλ ήταν η Νέμεσις».
Αλλά υπάρχει και εξήγηση. Από την ίδια. Ορφανή και μόνη. «Μόνη, σήμερα μέσα στον ήλιο και στο χιόνι
Θα συνεχίσω, χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, χωρίς εγγόνια, χωρίς όλες αυτές τις γλυκές αυταπάτες, χωρίς όλους αυτούς τους αντικατοπτρισμούς που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο κόσμος κατοικείται από αντίτυπα του εαυτού μας, θα συνεχίσω, λοιπόν, να δουλεύω και να ζω μόνη».
Η Κοκό Σανέλ υπήρξε περισσότερο ρεαλίστρια από όσο αντέχουμε. «Η ζωή είναι αναγνωρίσιμη από τις ανακολουθίες της. Ο κόσμος δεν είναι παρά αγώνας και σύγχυση. Αντίθετα με αυτό που έλεγε ο Σερτ, θα γινόμουν κάκιστη πεθαμένη, γιατί έτσι και βρεθώ εκεί κάτω, θα στριφογυρίζω συνεχώς κι άλλη σκέψη δεν θα 'χω παρά να επιστρέψω στη γη και να ξαναρχίσω». Ποια ήταν τελικά η Κοκό Σανέλ; Η πιο ευφυής; H πιο παρορμητική; Η πιο θαυμαστά ανυπόφορη γυναίκα που υπήρξε ποτέ; «Αυτή η Ωραία Κυρία χωρίς οίκτο», όπως γράφει ο Πολ Μοράν; Όλα μαζί και τίποτα.
Πόσα ζώα χρειάζονται για να ζωντανέψει μια γούνα;
Η μητέρα μου είναι χορτοφάγος, εδώ και 20 χρόνια, εξαιτίας της αγάπης της για τα ζώα. Στη δεκαετία του 80 όμως, τη θυμάμαι να φοράει γούνα, τότε που η γούνα αποτελούσε σύμβολο στάτους. Θυμάμαι επίσης με την αδερφή μου να αγγίζουμε τις γούνες της γιαγιάς, να φρικάρουμε με κάτι βιζόν με ματάκια στην ντουλάπα της, να αγγίζουμε κάτι δέρματα από κροκόδειλο και φίδι και να σκηνοθετούμε το απόλυτο θρίλερ.
Προσωπικά δεν έχω φορέσει ποτέ μου αληθινή γούνα, φοράω όμως δερμάτινα παπούτσια και σακάκια. Στη δεκαετία του 90 η γούνα θεωρείτο ντεμοντέ. Ο Ντέιβιντ Μπέιλι είχε φωτογραφίσει τη διάσημη καμπάνια με το μότο: «Χρειάζονται 40 ηλίθια ζώα για να φτιάξεις ένα γούνινο παλτό, αλλά μόνο ένα για να τη φορέσει». Η Βρετανίδα σχεδιάστρια μόδας, Στέλα ΜακΚάρτνεϊ και κόρη του σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ των Μπιτλς, υπήρξε από τις πρώτες δημιουργούς που έθεσαν όρο στον οίκο Chloe τότε, -προτού καν γίνει σούπερ σταρ με την προσωπική της επωνυμία-, προκειμένου να μη σχεδιάζει τίποτα που έχει να κάνει με νεκρό ζώο.
Ειδικά τον φετινό χειμώνα όμως η γούνα μοιάζει να έχει απενοχοποιηθεί, τουλάχιστον στην πασαρέλα. Και στην καθημερινότητα; Εκεί που στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, φοβάσαι να βγεις με το γουναρικό έξω, μην τυχόν και σε ψεκάσουν με κόκκινο σπρέι -στην καλύτερη περίπτωση- βλέπω πλέον και στην Αθήνα, αρκετές γυναίκες να εμφανίζονται άνετες, με λευκές, καφέ, μαύρες γούνες, χωρίς να θέλω να μαντέψω την προέλευσή τους. Των παλτό.
Από τον Ιούνιο του 2012 το Δυτικό Χόλιγουντ απαγορεύει την πώληση αληθινής γούνας. «Τα ζώα δεν μπορούν να μιλήσουν και κανείς δεν θα έπρεπε να πεθάνει για τη ματαιοδοξία μας», είναι η φιλοσοφία.
Από την άλλη, ο επικεφαλής του Fur Information Council of America υποστηρίζει ότι κανείς δεν σκέφτηκε το οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει μια τέτοια απόφαση. Οπότε; Φοράμε ή δεν φοράμε γούνες; Και αν ναι, αγοράζουμε ή ανακυκλώνουμε; Μπριζίτ Μπαρντό ή Κρουέλα ντε Βιλ;
